- τεκτοναρχος
- τεκτόναρχοςτεκτόν-αρχος2руководящий работами мастеров
(Μοῦσα Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Μοῦσα Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τεκτόναρχος — chief of the builders of verse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτόναρχος — ον, Α αρχιτέκτων, δημιουργός («τεκτόναρχος Μοῡσα», Σοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, ονος + αρχος*] … Dictionary of Greek
τεκτονουργός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀρχιτέκτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, ονος + ουργός (< ἔργον*), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί τεκτόναρχος] … Dictionary of Greek